- πεπτόνη
- η(βιοχ.) μίγμα αμινοξέων και πολυπεπτιδίων που προκύπτει από τη δράση ενός πρωτεολυτικού ενζύμου σε μια πρωτεϊνική ουσία, όπως στο κρέας, στη σάρκα ψαριού, στην καζεΐνη, στο αίμα κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. pepton < πεπτόν, ουδ. τού πεπτός (< πέσσω «χωνεύω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.